- προνηστεύω
- προνηστεύω 1 aor. προενήστευσα (Hdt. 2, 40; Hippocr. ed. Littré; VII 412; VIII 178) fast beforehand D 7:4.—DELG s.v. 1 νῆστις.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προνηστεύω — Α νηστεύω προηγουμένως («προνηστεύσαντες δὲ θύουσι», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
προνηστευσάτω — προνηστεύω fast before aor imperat act 3rd sg προνηστεύω fast before aor imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνηστεύοντες — προνηστεύω fast before pres part act masc nom/voc pl προνηστεύω fast before pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνηστεύσαντες — προνηστεύω fast before aor part act masc nom/voc pl προνηστεύω fast before aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνενηστευκόσιν — προνηστεύω fast before perf part act masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνηστεύσας — προνηστεύσᾱς , προνηστεύω fast before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προνηστεύσᾱς , προνηστεύω fast before aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνηστεύσασα — προνηστεύσᾱσα , προνηστεύω fast before aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) προνηστεύσᾱσα , προνηστεύω fast before aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνηστεύσασαν — προνηστεύσᾱσαν , προνηστεύω fast before aor part act fem acc sg (attic epic ionic) προνηστεύσᾱσαν , προνηστεύω fast before aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)